γειτνιάσει

γειτνιάσει
γειτνιά̱σει , γειτνίασις
neighbourhood
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
γειτνιά̱σεϊ , γειτνίασις
neighbourhood
fem dat sg (epic)
γειτνιά̱σει , γειτνίασις
neighbourhood
fem dat sg (attic ionic)
γειτνιά̱σει , γειτνιάω
to be a neighbour
aor subj act 3rd sg (attic epic doric)
γειτνιά̱σει , γειτνιάω
to be a neighbour
fut ind mid 2nd sg (attic doric)
γειτνιά̱σει , γειτνιάω
to be a neighbour
fut ind act 3rd sg (attic doric)
γειτνιάζω
aor subj act 3rd sg (epic)
γειτνιάζω
fut ind mid 2nd sg
γειτνιάζω
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”